- καυτῆρας
- καυτήρburnermasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καυτήρας — καυτήρας, ο και καυστήρας, ο 1. εργαλείο για τις καυτηριάσεις: Έλεγε πως θεραπεύει τις αμυγδαλές με τον καυτήρα. 2. συσκευή μέσα στην οποία γίνεται η καύση του πετρελαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυτήρας — ο (ΑΜ καυτήρ, ῆρος) [καίω] μετάλλινο εργαλείο ειδικό για καυτηριάσεις μσν. αρχ. το έγκαυμα από καυτηρίαση, το στίγμα που αφήνει ο καυτηριασμός («ὁ δὲ τύπος τοῡ καυτῆρος ἔστω ἀλώπηξ», Λουκιαν.) αρχ. 1. αυτός που καίει, καυστικός («ταύρῳ χαλκέῳ… … Dictionary of Greek
θερμοκαυτήρας — ο ιατρ. εργαλείο για καυτηριάσεις, με ακίδα από λευκόχρυσο, που λευκοπυρώνεται και διατηρείται σε υψηλή θερμοκρασία με τη διοχέτευση ρεύματος αέρα με ατμούς καυσίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermocautere < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) … Dictionary of Greek
καυτηριάζω — (ΑΜ καυτηριάζω) [καυτήρας] 1. ιατρ. καίω με τον καυτήρα ή με πυρακτωμένο σίδερο πάσχοντες ιστούς τού σώματος για θεραπευτικούς σκοπούς, ενεργώ ιατρική καυτηρίαση 2. σχηματίζω με πυρακτωμένο σίδερο ένα σημάδι πάνω στο σώμα ζώου ή και ανθρώπου,… … Dictionary of Greek
σταφυλοκαυτήρας — ο, Ν ιατρ. εργαλείο για καυτηριάσεις τής σταφυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + καυτήρας (< καίω)] … Dictionary of Greek